- προβεβουλευμένος
- προβουλεύωcontriveperf part mp masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προβεβουλευμένος — η, ο, Ν βλ. προβουλεύω … Dictionary of Greek
προβεβουλευμένως — Α επίρρ. εκ προμελέτης, προσχεδιασμένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προβεβουλευμένος, μτχ. παρακμ. τού προβουλεύω] … Dictionary of Greek
προβουλεύω — ΝΑ, αιολ. τ. προβολλεύω Α νεοελλ. (η μετχ. παθ. παρακμ.) προβεβουλευμένος, η, ο προσχεδιασμένος, προμελετημένος αρχ. 1. σκέπτομαι ή αποφασίζω κάτι εκ τών προτέρων 2. (στην Αθήνα και για τη βουλή) κρίνω και αποφασίζω προκαταρκτικώς, αποφαίνομαι με … Dictionary of Greek